παραφωτισμός

παραφωτισμός
παραφωτισμός, , ([etym.] φωτίζω)
A false light, as of the sun after setting, Posidon.45J. (v.l. περιφωτ-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραφωτισμός — ὁ, Α ψεύτικος, νόθος, ατελής, αμυδρός φωτισμός, όπως είναι ο φωτισμός τού Ηλίου μετά τη δύση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φωτίζω] …   Dictionary of Greek

  • παραφωτισμοῦ — παραφωτισμός false light masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”